Ο κινηματογραφικός οργανισμός «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος», μαζί με τη «Φίνος Φιλμ», αποτελεί την πιο παραγωγική κινηματογραφική εταιρεία του λεγόμενου παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Η ποσότητα των έργων της δεν ήταν, όμως, αντίστοιχη της ποιότητας, καθώς υπήρξαν κάποιες άλλες εταιρείες, οι οποίες γύριζαν συστηματικώς μεν, αλλά πολύ λιγότερα και ιδίως πολύ ποιοτικότερα έργα, όπως, π.χ., η «Ανζερβός». Αντιθέτως, η εταιρεία «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος» διακρίθηκε για την έμφασή της στην ταχεία παρουσίαση και διακίνηση των ταινιών της στους κινηματογράφους, με σημαντική μεν εμπορική επιτυχία, αλλά και με ελάχιστες, πραγματικά, διακριθείσες ποιοτικές παραγωγές, παρά τη σταθερή συνεργασία της εταιρείας με πρωτοκλασάτα ονόματα ηθοποιών, σεναριογράφων κτλ. και με βασικό σκηνοθέτη τον Κώστα Καραγιάννη.
Ο ταχύς και ποσοτικά φορτωμένος όγκος ταινιών της εταιρείας είχε ως βασικό εγκέφαλό της τον ίδιο τον Καραγιάννη, που με τον τρόπο αυτό, κέρδισε πολύ εύκολα τον τίτλο ενός παραγωγικότατου σκηνοθέτη ταινιών δεύτερης διαλογής, αυτών των ταινιών δηλαδή, που διεθνώς είναι γνωστές και ως «B-Movies». Βασικό κριτήριο αυτής της άποψης ήταν η αναμφίβολη ποιοτική ανωτερότητα των ταινιών του αντίπαλου Φίνου. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, πως οι λαϊκές ταινίες του Καραγιάννη δεν παρέμεναν ευχάριστες και αγαπητές στο κοινό, ακόμα και σήμερα, με συνέπεια την τότε εμπορική αποδοχή τους, κάτι που οφειλόταν και στη δημοφιλία των πρωταγωνιστών τους. Εξάλλου, ο Καραγιάννης κινούνταν με πολλή ευκολία, από είδος σε είδος, υπηρετώντας τη φαρσοκωμωδία, το μιούζικαλ, το κοινωνικό δράμα, τις ιστορικές και πολεμικές ταινίες ή ακόμα, κάτι που ίσως δεν ξέρουνε πολλοί, το είδος των ταινιών τρόμου.
Η αρχή είχε ήδη γίνει με το ερωτικό θρίλερ «Ταγκό 2001», επίσης άγνωστο στο ευρύ ελληνικό κοινό, για να προχωρήσει αργότερα με την ταινία τρόμου «The Devil’s Men» το 1976, που κυκλοφόρησε με αρκετές παραλλαγές ως προς τον ελληνικό της τίτλο και η οποία αποτελούσε μια διεθνή συμπαραγωγή των εταιρειών: «Poseidon Films» (του ίδιου του σκηνοθέτη) και «Getty Pictures Corporation». Το ακόμα σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι με πρωτοβουλία πιθανώς της δεύτερης αγγλικής εταιρείας στο καστ συμπεριλαμβάνονταν δύο διεθνούς εμβέλειας σταρ των ταινιών τρόμου: ο Πήτερ Κούσινγκ και ο Ντόναλντ Πλέζανς. Από την άλλη, πολύ έντονο ήταν και το ελληνικό στοιχείο, ως προς τη διανομή ρόλων
Μια σειρά αξιόλογων ηθοποιών-συνεργατών του Καραγιάννη, από τις ελληνικές ταινίες του, έδωσαν το παρόν σε αυτό το φιλμ: Ο Κώστας Καραγιώργης με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Κώστας Σκούρας, που ήταν ένας ιδιαίτερα αγαπημένος και δημοφιλής πρωταγωνιστής του θεάτρου και του σινεμά, χάρη κυρίως στην τηλεοπτική του παρουσία, στο σήριαλ «Ο Άγνωστος Πόλεμος», που τον είχε αναδείξει ως αγαπητό ήρωα και υπερασπιστή του καλού στο ευρύ κοινό. Η Άννα Μαντζουράνη, που είχε διακριθεί σε δεύτερους και πάντα συμπαθητικούς ρόλους στις ταινίες του Καραγιάννη. Ο Δημήτρης Μπισλάνης, ηθοποιός δεύτερων ρόλων, στις ταινίες του Καραγιάννη, που διακρινόταν κυρίως σε τύπους αγροίκων ή εγκληματιών. Ο Ανέστης Βλάχος, ένας από τους πιο γνωστούς σκληρούς του ελληνικού κινηματογράφου. Και ο Νίκος Βερλέκης, ανερχόμενος τότε ηθοποιός, ως ένας γοητευτικός και κάπως μοντέρνος ζεν πρεμιέ.
Η υπόθεση του έργου διακρινόταν, επίσης, από έντονα ελληνικό περιεχόμενο. Διαδραματιζόταν σε ένα μάλλον απροσδιόριστο μέρος της βαλκανικής χερσονήσου, αν και όλα τα στοιχεία του μύθου αναφέρονται στην Κρήτη και το τέρας του Μινώταυρου, στο βωμό του οποίου τα μέλη της κοινότητας ενός χωριού θυσίαζαν ανυποψίαστα νεαρά ζευγάρια. Η εξαφάνιση ενός ακόμα ζευγαριού, αναγκάζει τον τοπικό ιερέα (Ντόναλντ Πλέζανς) να ζητήσει τη βοήθεια ενός φίλου του που είναι ντετέκτιβ, διότι ο προκλητικά αδιάφορος διοικητής της τοπικής αστυνομίας (Δημήτρης Μπισλάνης) αρνείται να ασχοληθεί με το θέμα. Ο ντετέκτιβ (Κώστας Καραγιώργης), μολονότι δυσπιστεί αρχικώς, έρχεται από την Αμερική, για να βοηθήσει τον (ρωμαιοκαθολικό και όχι ορθόδοξο) ιερέα φίλο του.
Η στάση της τοπικής κοινότητας αποδεικνύεται προβληματική, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της χήρας (Άννα Μαντζουράνη) και του ξενοδόχου-καταστηματάρχη (Ανέστης Βλάχος), αν και περισσότερο προκλητικός εμφανίζεται να είναι ο τοπικός άρχοντας (Πήτερ Κούσινγκ). Ο Κούσινγκ αποδεικνύεται ότι δρα ως ο αρχηγός των ντόπιων χωρικών, που λατρεύουν τον Μινώταυρο, με στοιχεία από πανάρχαια παγανιστικά έθιμα, τα οποία κορυφώνονται με την τέλεση ανθρωποθυσιών. Τελικά, χάρη στο ηρωικό ντουέτο ντετέκτιβ και ιερέα, ένα ζευγάρι σώζεται, την ύστατη στιγμή, με τον Νίκο Βερλέκη στο ρόλο του υποψήφιου θύματος. Το χαμηλού προϋπολογισμού φιλμ φαντάζει κάπως αφελές σήμερα, αλλά παρά τις ατέλειές του, αποτελεί μια σπανιότατη περίπτωση συνύπαρξης των συντελεστών του ελληνικού σινεμά, με ξένους μάστορες των θρίλερ.
Βεβαίως, η σκηνοθεσία διακρίνεται από μία φυσιολογική απειρία, ίσως και αμηχανία, ως προς το χειρισμό μιας πολύ δύσκολης θεματικής και παντελώς άγνωστης στο σκηνοθέτη της. Όμως, η σκηνοθετική θέση και η επιτυχία του Καραγιάννη στο να καθοδηγεί, ταυτόχρονα, δυο σταρ του ξένου κινηματογράφου και μάλιστα της εμβέλειας ενός Κούσινγκ και ενός Πλέζανς, δίνει πόντους τόσο στον ίδιο, όσο και στο ίδιο το φιλμ. Θα ήταν πράγματι σημαντικό να ανιχνεύαμε τον τρόπο, με τον οποίο είχε επιτευχθεί αυτή η τόσο σημαντική για τα ελληνικά δεδομένα συνεργασία και συνύπαρξη, όχι απλώς και μόνο στον τομέα της θεματολογίας, με την πανάρχαια λατρεία του Μινώταυρου (κάτι σύνηθες στο ξένο σινεμά, που πολύ συχνά αντλεί από την αρχαία ελληνική πραγματικότητα), όσο με τη δυνατότητα και την τιμή των Ελλήνων ηθοποιών να κινηθούν δίπλα σε έναν Πλέσανς και έναν Κούσινγκ, υπό την καθοδήγηση του Καραγιάννη.
Με τη λογική αυτή, ο Καραγιάννης, ένας άνθρωπος γλεντζές και κάπως επιπόλαια ριψοκίνδυνος στη ζωή του, κάνει ένα άνοιγμα, το οποίο κανείς άλλος ονομαστός Έλληνας σκηνοθέτης δεν τόλμησε. Να πετύχει το πιο σημαντικό ίσως κεφάλαιο της φτωχότατης ελληνικής παραγωγής, στη θεματολογία των θρίλερ. Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό σινεμά κινήθηκε κυρίως στη θεματική των κωμωδιών και των δραμάτων, όπως έκανε και ο ίδιος ο Καραγιάννης, με πενιχρή παραγωγή ταινιών τρόμου, κάτι που χρίζει επίσης μελέτης και που ίσως να οφειλόταν στο ότι στην Ανατολή το κυνήγι μαγισσών δεν ήταν τόσο εντατικό, όπως στη Δύση.
Η Δύση εισάγει τον τρόμο, ως περιεχόμενο, σαν κάτι ξένο από την Ανατολή. Αντιθέτως, στον ελλαδικό χώρο, ο τρόμος ήταν κάτι το οικείο σε όλη την καθημερινότητα και δεν συγκρούστηκε ποτέ με την επιστήμη, στο βαθμό με τον οποίο συγκρούστηκε στη Δύση. Στη δυτική κοινωνία, ο εισαγόμενος τρόμος αποτελούσε από μόνος του μια ολόκληρη, ιδιαίτερη και ξεχωριστή κατηγορία, που ήρθε σε σύγκρουση με τον εξορθολογισμό της δυτικής ζωής. Από την άλλη, η Ανατολή παραμένει προσκολλημένη σε θρύλους και σε παραδόσεις, χωρίς να τις αντιμάχεται, όπως ο δυτικός κόσμος. Με άλλα λόγια, η δυτική επιστήμη συγκρούστηκε με θρύλους ή δεισιδαιμονίες, βιομηχανοποίησε εμπορικά αυτήν την κόντρα (μέσω του σινεμά) και έτσι την αποδέχτηκε, ποιητική αδεία και όχι ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής της. Αντίθετα, στην Ελλάδα, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, φαινόμενα, σαν το ξεμάτιασμα, θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητας και αποδεκτά, σιωπηρώς, ακόμα και από γιατρούς...
JOIN US AT OUR FACEBOOK FAN PAGE :